- νυκτοφύλαξ
- νυκτοφύλαξnight-watchmanmasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νυκτοφυλάκων — νυκτοφύλαξ night watchman masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτοφύλακα — νυκτοφύλαξ night watchman masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτοφύλακας — νυκτοφύλαξ night watchman masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτοφύλακες — νυκτοφύλαξ night watchman masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτοφύλακι — νυκτοφύλαξ night watchman masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτοφύλαξι — νυκτοφύλαξ night watchman masc/fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτοφυλακία — νυκτοφυλακία, ἡ (Α) [νυκτοφύλαξ] η νυκτοφυλακή, η νυχτερινή φρουρά … Dictionary of Greek
νυκτοφυλακώ — νυκτοφυλακῶ, έω (Α) [νυκτοφύλαξ] 1. (ιδίως για στρατ.) φρουρώ κατά τη νύχτα 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ νυκτοφυλακῶν ο νυκτέπαρχος*, ο νυκτοστράτηγος* … Dictionary of Greek
νυκτοφύλακας — και νυχτοφύλακας, ο (Α νυκτοφύλαξ, ακος) αυτός που φρουρεί έναν χώρο κατά τη νύχτα νεοελλ. στρ. νοσοκόμος ο οποίος επιβλέπει τους ασθενείς στρατιώτες κατά τη διάρκεια τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + φύλαξ] … Dictionary of Greek
νυχτοφύλακας — ο (Α νυκτοφύλαξ, ακος) βλ. νυκτοφύλακας … Dictionary of Greek